Tuesday, December 6, 2016


Διζήμενος χρυσόν, και εμαυτόν, ανέλπιστα, ανακάλυψα, στου Face Book την χέρσο, λειμώνα καινόν, oλοκαίνουργιο: την Ποίηση του Αναστασίου Γερμενή.



Μια υα­κίν­θι­νη δια­δή­λω­ση α­πό λέξεις, πνευματωμένες, οξείες και βαρειές, ψηφίδες ενός αόρατου, μα αισθητού, μωσαϊκού, το οποίο συνθέτει μίαν ωραία ανθρώπινη εικόνα, στεφανωμένη με ειρωνεία και οργή, παράπονο  και σαρκαστικό δηκτικό πνεύμα.



Εικόνα, που πυρογραφεί τον λόγο της του Αναστασίου Γερμενή αληθείας και πυρπολεί τας χιδέας (χυδαίας + ιδέας) των κωλορεβερέντζηδων, εδαφιαίως υποκλινομένων, μετά προκλητικής προβολής των οπισθίων, εις την ιδίαν αυτών ιδιωτείαν.



Πόρρω των νυκτών, σ’ αυ­τήν την ώ­ρα του λυκοφωτολυκαυγούς, στο λυκόφως του λυκαυγούς, στην πιο σκοτεινή, πριν την αυγή, την ώρα, γράφει ο Γερμενής με ξε­ρα­μέ­νο με­λά­νι, σ’ ένα κομμάτι χαρ­τί, για να το δεί­ξει στον εαυτό του.

Ο εαυτός μας, ο μόνος που, παγίως, κατέχουμε και μπορούμε εκθέτουμε εις όμματα και ώτα εχόντων, μα μη ορώντων και ακουόντων, καθόσον, «νους ορά και νους ακούει», Ω’νόητοι.



Και κά­θε άν­θρω­πος, το­πο­θε­σί­α και πράγ­μα, στον χαόκοσμο των Ά λ­ λ ο ί ω ν, αλ­λά­ζει κά­θε στιγ­μή της ώρας, ποι­κι­λο­τρόπως,  τα  α λ λ ο ί α,  δια­φο­ρε­τι­κώς προ­φε­ρό­με­να, δια­φο­ρο­τρό­πως συλλαμβανόμενα και συλ­λα­βι­ζόμενα, μεταβλητής ση­μα­σί­ας, γρα­φο­ση­μεί­α-λέξεις.



Και εί­μα­στε α­ε­ρα­φημένοι μόνοι μας, «sin fein, εμείς, Sinn Féin Amháin, εμείς μόνοι μας», Τάσο, Φίλιε Φίλε μου, κι αν μου το δωρίζεις: mon semblable, mon frère, όμοιέ μου, αδερφέ μου,  ό­πως ο ψυχοψαράς ό­ταν ά­φη­σε να ξε­φύ­γει το μυ­στι­κό, αιθεροβάμονες επί πτερύγων λέξεων, βοάοντες, στην Αμφιλύκη, εις την χέρσον των καυμάτων, σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. 



Αδράχνεις την πένα σου και πληρούται ιριδιζουσών λέξεων η ποίησίς σου. «Κοκκινοπορτοκαλοκιτρινοπρασινογαλαζομπλεμώβ» ιριδοκαλειδοσκόπιο λέξεων,

με υπερχειλίζουσες εικόνες,

α φ α ν τ ά σ τ ο υ ς  τοις φαντασμένοις, 

α ν ε ν ν ο ή τ ο υ ς,  τοις ανοηταίνουσιν,

γαμιστερές (όμορφες) τοις μουνουχισμένοις,

ολοζώντανες, που δεν τις νιώθουν οι «νεκροκύοι» της ζωής.



Λέξεις, «μουνάκριβες», τοις, εν πλησμονή πνεύματος, ζώσιν.



Φεγγοβόλος, «ωραίος σαν Έλληνας», πιλατεύεις τους τζαναμπέτες λορδολογομπαίχτες, κενολόγους παρλαπίπες, με την Ποίησή σου, ρόδο αμάραντο στο μέρος της καρδιάς, και ανθίζεις, κόντρα στον καιρό, αειθαλής. Αεί  ανιχνεύων τα  μυστικά των λέξεων του παλιελθοντοσπαρελθόντος και  μηοντοσμέλλοντος, στον χαόκοσμο των αθανάτων εφ’ όσον ζουν, θνητών, δε, που δεν έχουν μεταβληθεί σε νεκροκρύους, εν ζωή αλλοτριωμένους.  



Τι είναι, λοιπόν, η Ποίηση του Αναστασίου Γερμενή, η υπερπλήρης λέξεων που ιριδίζουν εκτυφλωτικά πάνω στη σκέψη του αναγνώστη,  του αναγνώστη  που ανέγνω και έγνω και οίδε, αποσκοτίζοντάς την, αμφισήμως;



Δηλαδή, σκοτίζοντας και αποσκοτιζοφωτίζοντας ως πυρφόρο πνεύμα, που όπου θέλει πνει και κατακαίει τα σκύβαλα των στολυξωδών, αλλέως, μικρολόγων, και, ταυτοχρόνως, φωτίζει, με την λάμψη της φωτιάς της, τον Άνθρωπο;

Ο Άνθρωπος, ο «αναθρών α όπωπε», που συλλογίζεται και παρατηρεί προσεκτικά αυτά που βλέπει. Ο άνθρωπος του Σωκράτη, στον Κρατύλο του Πλάτωνος. 



Τι είναι, λοιπόν, η Ποίηση του ΑΕΓ, για τον αναγνώστη που την διαβάζει και,  «αναθρών α όπωπε» σ’ αυτήν, αναρωτιέται: είναι  μυθιστόρημα, ποίηση σε πεζό λόγο, έπος, μύθος, αίνιγμα, φιλοσοφικό έργο;



Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν; «Αποσκότησόν μου», ως Διογένης έφα.

Η Ποίηση του Γερμενή είναι, κυρίως και πρωτίστως, μοναδική δημιουργία.

Λόγος ποιητικός, μοναχικός, ανεπίδεκτος επιπόλαιης ανάγνωσης.

Αραβούργημα-μοχθούργημα, το οποίο αιωρείται μεταξύ του μεγαλείου της ποίησης και  βυθού τού ανθρωπίνου υποσυνειδήτου.

Χορογραφεί την χαρμολύπη και αφαιρεί, γδέρνοντάς τα,  τα φανταχτερά και, συνάμα, παραμορφωτικά φκιασίδια του φαρισαϊσμού της δολερής  υποκρισίας.    



Αρνούμενη, η Ποίηση του ΑΕΓ, τις λογοτεχνικές «ετικέτες», συνθέτει, «εκ των αντιθέτων», την «καλλίστην αρμονίαν», η οποία, «αρμονία αφανής» ούσα, είναι «φανεράς κρείσσων.» (Ηράκλειτος)  



Δωρορόδον αμάραντο, «Δοκός εν τω οφθαλμώ» των ξινισμένων, οι οποίοι κρίνοντες,  εξ ιδίας ευηθείας, «βλέπουν το ξυλάριον, το εν τω οφθαλμώ» του αλλοίου, του διαφορετικού απ’ αυτούς, «την δε δοκόν, την εν τω οφθαλμώ των, δεν βλέπουν.»



Και ούτις, ου τις, ούτε ένας, Διογένους φανός, να φαίνει αυτοίς, «εν τη σκοτία» αυτών.



Για την Ποίηση του Γερμενή δεν βρέθηκε, ακόμη, ο «Δήλιος κολυμβητής», που θα διαπλεύσει το τρικυμιώδες, μα τόσο αρμονικό, πέλαγος των λέξεών της.

Δεν βρέθηκε ο Μαγγελάνος, που θα την περιπλεύσει, περιγράφοντας τους κόλπους και τα ακρωτήριά της. Τα όρη και τις χαράδρες της. Τα ορμητικά ποτάμια της και τις δροσερές πηγές της.



Τα αϊδιοαιδοία  της, τα σεβαστά αιωνίως.  



Αιδοίη, συ ει, μοι, της είπον.

Και φιλόλογος, κι αν ήτο

απ’ το Eaton, απ΄ το Eaton,

με σκαμπίλισεν ούχ ήττον.



Πώς εισήλθεν εις το Eaton,

Θήλυ μετά ανοήτων;

Δεν κατάλαβα. Μα είπον:

Εισθ’ ωραία! Kι όντως ήτο. 



Και Ε κ ε ί ν η, αν και ήτο,

Θήλυ, εις των αρρένων Eaton,

μου απήντησε γελώντας,

με οργήν, μα και με οίκτον:  



Μαθεότι, μαθεότι,

η λογοτεχνία ότι,

δεν σε σώζει, δεν σε σώζει,

Απ’ του θηλυκού το μπότζι.



Και οι αιδοιοφοβικοί;

«Κύνες γαρ καταβαΰζουσιν ων αν μη γιγνώσκουσι.: Σκυλιά που γαυγίζουν όσους δεν γνωρίζουν.» (Ηράκλειτος)



Είναι δύσκολη η Ποίηση του Γερμενή.

Λεξοκαταδικάζει τον αναγνώστη, είτε να βουλιάξει στον χαόκοσμο των λέξεων, ή να κολυμπήσει στον ωκεανό του ανεννοήτου νοητού των νοημάτων της.



Φίλε αναγνώστη, αναγιγνώσκων, ξανά γιγνώσκων, την Ποίηση του Αναστασίου Γερμενή, κράτα πάντα ανοικτά τα μάτια της ψυχής σου.



Κράτα ορθάνοικτο τον  ε γ ώ φ θ α λ μ ο  του νου σου.



Εδώ, η λέξη, ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει συνειρμικά, και σηματοδοτεί ομάδα ιδεών, αισθημάτων, αναμνήσεων, παρορμήσεων. Ένα σημείο,  σύνθεμα σημαίνοντος και σημαινομένου, πολλά σήματα και σώματα και συνειρμοί.   



Θέλει «αρετήν και τόλμην», και μυστικού Μύησιν, η Ποίηση του Γερμενή.

«Μηδείς αμύητος εισίτω», διότι, ουδέν θα γνωρίζει, περί του  τ ι,  η του Γερμενή Ποίησις,  ε σ τ ί.          



Κι όποιος, «ανέγνων, έγνων »,

είπεν αφελώς,

έτσι απαντώ, ανευλαβώς:



Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως,

ότι αβρόχοις τοις ποσίν,

αδύνατον να έγνως.



Αστραπές, από τα ύψη του νου, σεισμοί από τα έγκατα της ψυχής και της ζωής είναι του Τάσου Γερμενή η Ποίηση. Τα «πάντα οιακίζει κεραυνός», σε αυτό το απαστράπτον καινό, ολοκαίνουργο ποιητικό έργο. Φιλοσοφία, περί ανθρώπων πραγματεία, γλώσσης ελληνικής.  



«Σ΄ έναν κόσμον γελοίον

Τι ζητά το αλλοίον;»



Ζητά, να δηλώσει, να διατρανώσει τη διαφορετικότητά  του, το αλλοίον,

από τον  μ έ σ ο  ό ρ ο  των αλλοτριωμένων σπουδαιογελοίων.



Ελευθέριος Ανευλαβής



Πολύδροσο

6 Δεκεμβρίου 2016